Πολλές φορές μπορεί να παρατηρούμε, ειδικά στα μικρά παιδιά, έναν δισταγμό να καταναλώσουν φαγητό με την παρουσία άλλων, ιδιαίτερα στο σχολικό περιβάλλον. Τα παιδιά αυτά συχνά φαίνεται να μην αντιμετωπίζουν την ίδια δυσκολία στο σπίτι ή σε άλλα περιβάλλοντα, στα οποία αισθάνονται περισσότερο άνετα. Ορισμένες από τις αιτίες για τη συμπεριφορά αυτή μπορεί να είναι η αμηχανία ή το άγχος που τα παιδιά βιώνουν σε νέα περιβάλλοντα με πολλά μη γνώριμα ερεθίσματα, όπως είναι το σχολείο. Αυτή η αμηχανία μπορεί να τα οδηγήσει σε αποθυμία να καταναλώσουν το φαγητό τους ή ακόμη και να μιλήσουν, καθώς μπορεί να ανησυχούν μήπως οι άλλοι – συμμαθητές ή/και εκπαιδευτικοί – τα παρατηρούν και μπορεί να τα κρίνουν.
Τόσο ως γονείς όσο και ως εκπαιδευτικοί μπορούμε να συνεισφέρουμε σημαντικά στην άμβλυνση της συμπεριφοράς αυτής. Η σταδιακή έκθεση των παιδιών σε μικρές ομάδες ή σε πιο ήσυχα περιβάλλοντα μπορεί να βοηθήσει στην οικοδόμηση της αυτοπεποίθησής τους. Ενδεικτικά, στο πλαίσιο του σχολείου, η δυνατότητα να μπορούν τα παιδιά να κάθονται σε μια ήσυχη γωνιά ή παρέα με λιγότερα παιδιά της τάξης τους την ώρα του φαγητού, θα συνέβαλε σταδιακά στην εξοικείωση με την κατανάλωση τροφής, συντροφιά με άλλους. Ειδικά στις πρώτες τάξεις του σχολείου, τα παιδιά μπορεί να χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να προσαρμοστούν στην καθημερινή ρουτίνα. Η ήπια και διακριτική ενθάρρυνση τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των γονέων, αλλά και η συνέπεια αυτής, μπορεί να διευκολύνει σημαντικά την μετάβαση αυτή. Επιπλέον, η σταδιακή ενθάρρυνση μικρών, θετικών κοινωνικών αλληλεπιδράσεων με συμμαθητές, μπορεί να βοηθήσει το παιδί να αισθανθεί ασφάλεια αλλά και ως ισότιμο μέλος μιας ομάδας. Τέλος, εάν η συμπεριφορά παραμένει, τότε η υποστήριξη από παιδοψυχολόγο μπορεί να είναι χρήσιμη για την καθοδήγηση των γονέων για την ενδυνάμωση του παιδιού.
Το άγχος ασθένειας ή αλλιώς, άγχος υγείας, περιλαμβάνει την υπερβολική ανησυχία για την ύπαρξη ή την ανάπτυξη μιας σοβαρής ασθένειας. Πολλές φορές μπορεί να παρατηρούμε πώς το παιδί ή ο έφηβος ανησυχεί πολύ για την κατάσταση της υγείας του και ως εκ τούτου, να προσπαθεί να τρώει μόνο θρεπτικές τροφές, να καταναλώνει πολλούς χυμούς, να αποφεύγει χώρους με πολλά άτομα ή να παρερμηνεύει κοινές σωματικές αισθήσεις (π.χ. πονοκέφαλο ή στομαχόπονο) ως σημάδια σοβαρής ασθένειας.
Μια ασθένεια σε ένα μέλος της οικογένειας ή σε κάποιον συνομήλικο ή η έκθεση σε δυσάρεστες ειδήσεις που σχετίζονται με την υγεία, ιδίως γύρω από επιδημίες ή ευρέως διαδεδομένες ασθένειες, μπορεί να αυξήσει το άγχος αυτό. Τα παιδιά μπορεί να μην έχουν τα εργαλεία για να πλαισιώσουν αυτές τις πληροφορίες, με αποτέλεσμα να πιστεύουν ότι διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο.
Η διαχείριση του άγχους για την υγεία στα παιδιά και τους εφήβους, ιδίως όταν αυτό επηρεάζει τις διατροφικές τους συνήθειες, απαιτεί τόσο κατανόηση όσο και στρατηγικές υποστήριξης. Πιο συγκεκριμένα είναι σημαντικό να:
Παρέχουμε ακριβείς πληροφορίες. Εξηγούμε τις έννοιες της υγείας και της ασθένειας με όρους κατάλληλους για την ηλικία του παιδιού, διορθώνοντας τις παρανοήσεις που μπορεί να προκαλούν υπερβολικό φόβο. Παραδείγματος χάριν, μπορούμε να εξηγήσουμε ότι οι ασθένειες μπορούν να αντιμετωπιστούν και η διατήρηση μιας ισορροπημένης διατροφής μπορεί να μας βοηθήσει να διατηρήσουμε ένα δυνατό ανοσοποιητικό σύστημα.
Δημιουργούμε μια ρουτίνα στο φαγητό. Η συνέπεια στις ώρες των γευμάτων και των σνακ μπορεί να προσφέρει μια αίσθηση ασφάλειας, η οποία μειώνει το άγχος. Το να επιτρέπουμε στα παιδιά να επιλέγουν αυτό που θα καταναλώσουν, μεταξύ κάποιων θρεπτικών επιλογών, μπορεί επίσης να λειτουργήσει ενδυναμωτικά. Επιπλέον, είναι σημαντικό να επαναφέρουμε την προσοχή και στην απόλαυση του φαγητού, παρατηρώντας την οσμή, τη γεύση και την υφή του.
Παροτρύνουμε τη συζήτηση γύρω από τα συναισθήματα. Μιλάμε συχνά για αυτά που νιώθουμε και μοιραζόμαστε τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς και τους φόβους. Συζητάμε ανοιχτά για αυτούς και αναγνωρίζουμε τη σημασία που έχουν για τα παιδιά, λέγοντας, για παράδειγμα, «Καταλαβαίνω ότι ανησυχείς μήπως αρρωστήσεις, αλλά να θυμάσαι ότι πολλά από αυτά τα συμπτώματα είναι συνηθισμένα και δεν σημαίνουν κάτι σοβαρό». Εάν το άγχος επηρεάζει σημαντικά τη διατροφή ή οδηγεί σε περιοριστικές διατροφικές συνήθειες, μπορούμε να απευθυνθούμε σε κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας.
Γινόμαστε παράδειγμα προς μίμηση. Τα παιδιά και οι έφηβοι συχνά καθρεφτίζουν τη στάση των ενηλίκων απέναντι στις συμπεριφορές που σχετίζονται με την υγεία. Διατηρούμε μια ήρεμη και υγιή στάση απέναντι στο φαγητό, δίνοντας έμφαση στις θρεπτικές και όχι στις περιοριστικές συνήθειες.
Περιορίζουμε την έκθεση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η συνεχής έκθεση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης μπορεί να αυξήσει το άγχος για την υγεία. Ενθαρρύνουμε την αναζήτηση πληροφοριών από έμπιστες πηγές ενημέρωσης, συζητώντας μαζί τις πληροφορίες αυτές και βοηθώντας τα παιδιά να καταλάβουν ότι τα μέσα ενημέρωσης συχνά εστιάζουν στα άκρα.
Όταν ένας έφηβος επιδεικνύει συμπεριφορές που μπορεί να υποδηλώνουν μια διατροφική διαταραχή, είναι σημαντικό ως γονείς να προσεγγίσουμε την κατάσταση με κατανόηση και ενσυναίσθηση. Πολλές φορές, τόσο λόγω της ανησυχίας αλλά και λόγω του στίγματος που συνεχίζει να υπάρχει, είναι πιθανό οι έφηβοι να αρνούνται κατηγορηματικά να δεχτούν υποστήριξη από κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας. Ως γονείς, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι:
- Ο έφηβος μπορεί να μην έχει αναγνωρίσει ακόμη τη σοβαρότητας της κατάστασης. Αυτό είναι ιδιαίτερα πιθανό με τις διατροφικές διαταραχές, όπου η συμπεριφορά μπορεί να μοιάζει με μια μορφή ελέγχου ή αυτοβελτίωσης. Προσεγγίζουμε την κατάσταση με ενσυναίσθηση, αναγνωρίζοντας ότι είναι δύσκολο και χρειάζεται υπομονή να απαλλαγεί ο έφηβος από τις συμπεριφορές αυτές.
- Παρότι ο έφηβος αρνείται, προσωρινά ή μη, τη θεραπεία, είναι υψίστης σημασίας να διατηρήσουμε ως γονείς μια ανοιχτή, μη επικριτική επικοινωνία μαζί του. Μπορούμε να μοιραστούμε την ανησυχία που βιώνουμε για την ευημερία του, προκειμένου να αισθανθεί ότι “ακούγεται” και παρά την απόφασή του, εμείς διατηρούμε τον σεβασμό και την εκτίμησή μας απέναντί του.
- Η πίεση, ή και ο καταναγκασμός, μπορεί να φέρει αντίθετα αποτελέσματα. Είναι σημαντικό να υπενθυμίζουμε στον έφηβο, ότι ακόμα και αν είναι μια επιλογή που απορρίπτει αυτή τη στιγμή, η επαγγελματική βοήθεια είναι πάντοτε διαθέσιμη, όταν ο ίδιος νιώσει έτοιμος. Επιπλέον, είναι σημαντικό να υπενθυμίζουμε ότι αποτελεί μια λύση που στοχεύει στην βελτίωση της σχέσης μας με τον εαυτό μας συνολικά, και δεν αποτελεί τιμωρία ή καταναγκαστική πράξη.
- Ακόμη και αν ο έφηβος είναι κοντά στην ενηλικίωση, συνεχίζουμε να λειτουργούμε ως πρότυπα. Έτσι, λοιπόν, μπορούμε πρώτοι εμείς να επισκεφθούμε έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας, προκειμένου να υπενθυμίζουμε ότι όταν αντιμετωπίζουμε μια δυσκολία είναι σημαντικό να αναζητούμε τη βοήθεια που χρειαζόμαστε. Άλλωστε, η αντιμετώπιση μιας διατροφικής διαταραχής ενός εφήβου μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για τους γονείς. Αναζητούμε υποστήριξη μέσω ομάδων γονέων ή ατομικής θεραπείας, ώστε να εμπλουτίσουμε τις ιδέες μας για το πώς να υποστηρίξουμε καλύτερα το παιδί μας, ενισχύοντας παράλληλα τη δική μας ψυχική υγεία.
Ωστόσο δεν αφήνουμε πολύ χρόνο να περάσει και παρακολουθούμε συστηματικά την κατάσταση. Εάν η διατροφική διαταραχή φαίνεται να εξελίσσεται και να επηρεάζει σημαντικά τη σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού, ίσως χρειάζεται να κάνουμε πιο άμεσα βήματα ως προς την αναζήτηση επαγγελματικής βοήθειας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να είναι απαραίτητο να κλείσουμε ένα ραντεβού με έναν επαγγελματία υγείας κατά το οποίο θα ζητήσουμε καθοδήγηση για το πώς να παρέμβουμε με υποστηρικτικό τρόπο.
Ως εκπαιδευτικοί ερχόμαστε σε καθημερινή επαφή με τα παιδιά και τους εφήβους, και ως εκ τούτου, είναι πιθανό να παρατηρήσουμε σημάδια που υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας διαταραχής πρόσληψης τροφής. Στην περίπτωση αυτή, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να προσεγγίσουμε και να συνεργαστούμε με το οικογενειακό περιβάλλον του εφήβου/παιδιού, με ευαισθησία.
Εάν έχουμε ήδη αναπτύξει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον/την έφηβο/η, μπορούμε να συζητήσουμε απευθείας μαζί τους, προσεγγίζοντάς τους με ήρεμο και μη επικριτικό τρόπο, διασφαλίζοντας την ιδιωτικότητα που απαιτείται για μια τέτοιου είδους συζήτηση. Χρησιμοποιούμε φράσεις που δείχνουν την ανησυχία αλλά και την υποστήριξή μας και αποφεύγουμε να ονοματίζουμε τις συμπεριφορές που παρατηρούμε ως διατροφικές διαταραχές. Έχουμε στο μυαλό μας ότι μια τέτοια συζήτηση μπορεί να προκαλέσει αμηχανία στους εφήβους. Μπορούμε να τους προετοιμάσουμε και να τους ενημερώσουμε από πριν ότι θα θέλαμε να συζητήσουμε μαζί τους για κάτι σημαντικό που αφορά την υγεία τους, ορίζοντας μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και μέρος για τη συζήτηση αυτή. Επιπλέον, δεν απογοητευόμαστε εάν ο/η έφηβος/η δεν μοιραστεί απευθείας μαζί μας τυχόν δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει, αλλά τονίζουμε ότι θα προσφέρουμε τον χρόνο και την προσοχή μας, εάν και όποτε επιθυμούν να συζητήσουν σχετικά με αυτό μαζί μας.
Πριν επικοινωνήσουμε την ανησυχία μας στους γονείς, είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε τη συμπεριφορά του εφήβου, προκειμένου να αισθανόμαστε σίγουροι για όσα θέλουμε να μοιραστούμε. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης με τους γονείς, προσπαθούμε να τους προσεγγίσουμε με ενσυναίσθηση και με τρόπο μη συγκρουσιακό. Επικεντρωνόμαστε στο να εκφράσουμε την ανησυχία μας για την ευημερία του παιδιού, αποφεύγοντας να κάνουμε υποθέσεις και προσφέροντας πραγματικά παραδείγματα, τα οποία μπορούν να διευκολύνουν τους γονείς να διαμορφώσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα των ανησυχητικών συμπεριφορών του εφήβου. Παρότι, μπορεί οι συμπεριφορές για τις οποίες θέλουμε να συζητήσουμε με τους γονείς να μας ανησυχούν ιδιαιτέρως, προσέχουμε τη χρήση της γλώσσας και αποφεύγουμε να χαρακτηρίσουμε αμέσως τη συμπεριφορά ως διατροφική διαταραχή. Περιγράφουμε τις συγκεκριμένες συμπεριφορές που παρατηρούμε, όπως η απροθυμία του εφήβου να φάει, μια αξιοσημείωτη αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες ή η αποφυγή του φαγητού με άλλους. Αποφεύγουμε να κάνουμε εμείς διαγνώσεις και, αντίθετα, ενθαρρύνουμε την οικογένεια να αναζητήσει επαγγελματική βοήθεια αν πιστεύει ότι το πρόβλημα μπορεί να είναι σοβαρό.
Είναι ωφέλιμο να ενημερώσουμε την οικογένεια ότι παραμένουμε δίπλα τους, καθώς η ευημερία του εφήβου αποτελεί πάντοτε προτεραιότητα. Προσπαθούμε να διατηρούμε μια ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας για να διασφαλίζουμε ότι το παιδί συνεχίζει να λαμβάνει υποστήριξη τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο. Τέλος, εφόσον είναι εφικτό, καθώς η αντιμετώπιση διαταραχών πρόσληψης τροφής αποτελεί μια ιδιαίτερα απαιτητική “μάχη” που πρέπει να δώσει όλη η οικογένεια, γινόμαστε σύμμαχοι και συνεισφέρουμε πρακτικά, με προτάσεις και παραπομπές σε σχολικούς συμβούλους ή επαγγελματίες ψυχικής υγείας που ειδικεύονται στις διαταραχές πρόσληψης τροφής, εφόσον κρίνουμε ότι μπορεί να είναι χρήσιμο για την οικογένεια και το παιδί.
Οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες ενός παιδιού, όπως το να τρώει λιγότερο, να αρνείται το σπιτικό φαγητό, να προτιμά τα έτοιμα γεύματα ή να αποφεύγει να τρώει σε κοινωνικές εκδηλώσεις, μπορεί να οφείλονται σε διάφορες αιτίες και δεν είναι απαραιτήτως ένδειξη κάποιας διαταραχής πρόσληψης τροφής. Πιο συγκεκριμένα:
- Οι προτιμήσεις των παιδιών εξελίσσονται και μπορεί να διαμορφωθούν προτιμήσεις για συγκεκριμένες γεύσεις ή υφές.
- Το να τρώνε λιγότερο ή καθόλου μπροστά σε φίλους μπορεί να αντανακλά ανησυχίες για το πώς «τα βλέπουν» οι άλλοι.
- Η προτίμηση έτοιμων γευμάτων μπορεί να είναι ένας τρόπος για έναν έφηβο να εκφράσει την ανάγκη για αυτονομία στις επιλογές του φαγητού του.
- Το στρες, το άγχος, οι κοινωνικές πιέσεις ή η χαμηλή αυτοεκτίμηση μπορούν συχνά να επηρεάσουν τις διατροφικές συνήθειες. Το φαγητό μπορεί να χρησιμοποιείται ως ένα μέσο παρηγοριάς ή ελέγχου κατά τη διάρκεια δύσκολων περιόδων.
- Ορισμένες ιατρικές καταστάσεις, όπως πεπτικά προβλήματα, αλλεργίες ή ορμονικές αλλαγές, μπορεί να επηρεάσουν την όρεξη και την ανοχή στα τρόφιμα.
Ως γονείς, για να βοηθήσουμε τα παιδιά και τους εφήβους να οικοδομήσουν μια θετική, ισορροπημένη σχέση με το φαγητό υπάρχουν διάφορα βήματα που μπορούμε να ακολουθήσουμε. Αρχικά, παρατηρούμε με ηρεμία τυχόν νέα μοτίβα, όπως αλλαγές στην όρεξη, στις προτιμήσεις τροφίμων ή στις συμπεριφορές κατά τη διάρκεια του γεύματος. Η καταγραφή του πότε και πώς συμβαίνουν αυτές οι αλλαγές μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες εάν αργότερα χρειαστεί να αναζητήσουμε επαγγελματική συμβουλή. Επιπλέον, μπορούμε να ξεκινήσουμε μια ανοιχτή συζήτηση για να κατανοήσουμε την οπτική του παιδιού/εφήβου. Μπορούμε να κάνουμε ερωτήσεις όπως: «Παρατήρησα ότι δεν φαίνεται να απολαμβάνεις τόσο πολύ τα γεύματα. Θα ήθελες να μιλήσουμε γι’ αυτό;». Είναι σημαντικό να μην αντιδράμε με απογοήτευση ή κριτική, καθώς αυτό μπορεί να αυξήσει το άγχος τους. Αντ’ αυτού, παραμένουμε ήρεμοι και υποστηρικτικοί, δίνοντας βάση στην κατανόηση των αιτιών πίσω από τις παρατηρούμενες αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες. Συνεχίζουμε να ενθαρρύνουμε τη ρουτίνα φαγητού, όπως είναι για παράδειγμα, τα οικογενειακά γεύματα, καθώς καλλιεργούν ένα προβλέψιμο και ασφαλές περιβάλλον. Επιπλέον, φροντίζουμε να υπάρχει διαθέσιμη ποικιλία τροφίμων χωρίς να επιβάλλουμε συγκεκριμένες επιλογές. Η παρουσίαση των επιλογών με ελκυστικό τρόπο επιτρέπει στα παιδιά (ιδιαίτερα σε αυτά μικρότερης ηλικίας) να εξερευνήσουν χωρίς πίεση, γεγονός που μπορεί να διευρύνει σταδιακά την άνεσή τους με διαφορετικά τρόφιμα. Φυσικά, είναι σημαντικό να αποφεύγουμε να χρησιμοποιούμε φράσεις που σχετίζονται με την κουλτούρα της δίαιτας ή αυστηρούς κανόνες γύρω από το φαγητό, αλλά να επικεντρωνόμαστε στην ισορροπία, την ποικιλία και την απόλαυση του φαγητού.
Εάν παρατηρούμε συνεχιζόμενες συμπεριφορές, όπως ο περιορισμός ορισμένων τροφίμων, η ακραία επιλεκτικότητα ή η εμμονή με την «υγιεινή» διατροφή, τότε είναι σημαντικό να διερευνήσουμε και τυχόν άλλα σημάδια, όπως σημαντικές αλλαγές στο βάρος, αποφυγή γευμάτων ή απόκρυψη τροφίμων. Εάν οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες επιμένουν ή εντείνονται, είναι σημαντικό να απευθυνθούμε σε παιδίατρο, ψυχολόγο, και διατροφολόγο που ειδικεύονται στην υγεία των παιδιών και των εφήβων. Η έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να προσφέρει πολύτιμη υποστήριξη και να αποτρέψει την ανάπτυξη πιο σοβαρών προβλημάτων.