Σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, η ενημέρωση ενός μεγαλύτερου παιδιού για τη βίαιη συμπεριφορά του ενός γονέα προς τον άλλο θα πρέπει να προσεγγίζεται προσεκτικά. Η απόφαση για την αποκάλυψη τέτοιων πληροφοριών εξαρτάται από την ηλικία, το επίπεδο ωριμότητας και την ικανότητα του παιδιού να κατανοεί πολύπλοκες συναισθηματικές δυναμικές. Εάν κριθεί σκόπιμο, η αποκάλυψη θα πρέπει να γίνει με ευαισθησία, τονίζοντας ότι το παιδί δεν είναι υπεύθυνο για την κατάσταση και παρέχοντας οδούς για την έκφραση των συναισθημάτων του.
Η συνεργασία μπορεί να περιλαμβάνει την αναζήτηση υποστήριξης από επαγγελματίες, όπως ψυχοθεραπευτές ή συμβούλους, που ειδικεύονται σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας. Νομικές παρεμβάσεις, όπως η λήψη περιοριστικών μέτρων, μπορεί επίσης να είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της ασφάλειας τόσο του θυματοποιημένου γονέα όσο και του παιδιού.
Τελικά και σε κάθε περίπτωση, η προτεραιότητα στην ασφάλεια και την ευημερία του παιδιού είναι υψίστης σημασίας. Η ανοιχτή επικοινωνία, η συνεργασία με επαγγελματίες και η τήρηση νομικών οδών μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία ενός ασφαλέστερου περιβάλλοντος για το παιδί σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας.