Το άγχος δεν επηρεάζει μόνο το πώς σκέφτεται ή νιώθει ένα παιδί, αλλά συχνά οδηγεί και σε συμπεριφορές που μπορεί να φαίνονται ανεξήγητες ή ανησυχητικές για τους γονείς. Πολλά παιδιά και έφηβοι, όταν δεν μπορούν να διαχειριστούν την εσωτερική ένταση που βιώνουν, βρίσκουν τρόπους να «ξεφύγουν» από το άγχος τους. Κάποιες φορές, αυτοί οι τρόποι είναι υγιείς – όπως η σωματική άσκηση ή η δημιουργική απασχόληση. Άλλες φορές, όμως, μπορεί να καταφύγουν σε συμπεριφορές που ενισχύουν το πρόβλημα, όπως η κοινωνική απομόνωση, η υπερβολική χρήση της τεχνολογίας ή ακόμα και ο εθισμός σε συγκεκριμένες δραστηριότητες.
Η κοινωνική απομόνωση είναι μια από τις πιο συχνές συνέπειες του χρόνιου άγχους. Ένα παιδί που νιώθει έντονη ανησυχία μπορεί να αρχίσει να αποφεύγει τις κοινωνικές συναναστροφές, να μην θέλει να πάει σε εκδηλώσεις ή ακόμα και να εγκαταλείψει δραστηριότητες που κάποτε απολάμβανε. Συχνά, η αποφυγή αυτή δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο: το παιδί δεν εκτίθεται σε καταστάσεις που θα μπορούσαν να το βοηθήσουν να εξοικειωθεί με τις ανησυχίες του, με αποτέλεσμα το άγχος του να μεγαλώνει αντί να μειώνεται.
Ένα άλλο συχνό φαινόμενο είναι η υπερβολική ενασχόληση με την τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πολλά παιδιά και έφηβοι προσπαθούν να ξεφύγουν από το άγχος τους περνώντας ώρες μπροστά σε μια οθόνη – είτε στα βιντεοπαιχνίδια, είτε στα social media, είτε παρακολουθώντας ασταμάτητα βίντεο. Αυτό τους δίνει μια προσωρινή αίσθηση ανακούφισης, όμως στην πραγματικότητα εντείνει το πρόβλημα. Η υπερβολική χρήση της τεχνολογίας έχει συνδεθεί με αυξημένο στρες, μειωμένη ποιότητα ύπνου και επιδείνωση της κοινωνικής ζωής. Όσο περισσότερο ένα παιδί «ξεφεύγει» μέσα από την οθόνη, τόσο πιο δύσκολο του γίνεται να αντιμετωπίσει τις πραγματικές του ανησυχίες.
Το άγχος επηρεάζει επίσης τη διάθεση και τη συναισθηματική ρύθμιση. Τα παιδιά και οι έφηβοι που βιώνουν έντονο άγχος μπορεί να γίνουν πιο ευερέθιστα, να έχουν απότομες αλλαγές στη διάθεση, να ξεσπούν με θυμό ή να παρουσιάσουν σημάδια κατάθλιψης. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, το άγχος μπορεί να προκαλέσει γενική συναισθηματική δυσφορία – ένα διαρκές αίσθημα ανησυχίας, εξάντλησης ή ακόμα και αβοηθησίας.
Ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό στοιχείο είναι η σχέση του άγχους με τον αυτοτραυματισμό. Ορισμένοι έφηβοι, μη μπορώντας να διαχειριστούν την ένταση που νιώθουν, καταφεύγουν σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, όπως το να χαράζουν το δέρμα τους ή να προκαλούν πόνο στον εαυτό τους. Για αυτούς, ο αυτοτραυματισμός λειτουργεί σαν ένας προσωρινός τρόπος εκτόνωσης, όμως είναι ένα σημάδι ότι το άγχος τους έχει φτάσει σε σημείο που χρειάζεται άμεση υποστήριξη. Αν οι γονείς παρατηρήσουν σημάδια αυτοτραυματισμού, είναι σημαντικό να μην αντιδράσουν με θυμό ή τιμωρητική διάθεση, αλλά με κατανόηση και διάθεση για βοήθεια.
Οι γονείς συχνά δυσκολεύονται να καταλάβουν αυτές τις συμπεριφορές και μπορεί να τις παρερμηνεύσουν ως «τεμπελιά», «αδιαφορία» ή «αντικοινωνικότητα». Στην πραγματικότητα, όμως, ένα παιδί που απομονώνεται, που περνά ατελείωτες ώρες στο κινητό ή που εμφανίζει έντονες αλλαγές στη διάθεσή του, μπορεί να προσπαθεί να επικοινωνήσει ένα βαθύτερο συναισθηματικό ζήτημα που δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια.
Η κατανόηση και η σωστή ψυχολογική παρέμβαση μπορούν να βοηθήσουν ένα παιδί να αναπτύξει πιο υγιείς μηχανισμούς αντιμετώπισης του άγχους. Με την κατάλληλη υποστήριξη, μπορεί να μάθει να διαχειρίζεται τις δυσκολίες του χωρίς να χρειάζεται να απομονώνεται, να «κρύβεται» πίσω από την τεχνολογία ή να καταφεύγει σε ανθυγιεινές συμπεριφορές. Η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης, η ανοιχτή επικοινωνία και η ενθάρρυνση δραστηριοτήτων που βοηθούν στην έκφραση των συναισθημάτων είναι τα πιο ισχυρά εργαλεία που μπορούν να προσφέρουν οι γονείς στα παιδιά τους.