Η συνέπεια στην θέσπιση των ορίων αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη τακτική προκειμένου να διατηρηθούν τα όρια. Αρχικώς, όταν τα παιδιά γνωρίζουν τι να περιμένουν όσον αφορά στις συνέπειες των πράξεών τους, αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια. Η συνέπεια διδάσκει στα παιδιά ότι τα όρια πρέπει να γίνονται σεβαστά. Ενισχύει την αντίληψη ότι οι κανόνες δεν είναι αυθαίρετοι αλλά θεσπίζονται για την ασφάλεια, την ευημερία τους και για την ομαλή λειτουργία της οικογένειας, του σχολείου, ή της κοινωνίας. Παράλληλα, η προβλεψιμότητα τα βοηθά να κατανοήσουν τη σχέση μεταξύ της συμπεριφοράς τους και των αποτελεσμάτων της, καθιστώντας το πιο πιθανό να ακολουθήσουν τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί. Από την άλλη, η ασυνέπεια στην επιβολή των ορίων αποδυναμώνει τη σύνδεση των πράξεων που παρεμβαίνουν τα όρια με τις συνέπειές τους, και έτσι, τα παιδιά δεν μπορούν να γνωρίζουν με σιγουριά ότι κάθε πράξη τους που είναι ασύμφωνη με τους κανόνες, έχει συνέπειες. Εάν ένα όριο επιβάλλεται σποραδικά, τα παιδιά μπορεί να αναμένουν ότι το όριο αυτό δεν θα επιβάλλεται πάντα, οδηγώντας σε περισσότερες περιπτώσεις παραβίασης των ορίων.
Γίνεται κατανοητό ότι η έννοια της συνέπειας για τη γονεϊκότητα αποτελεί κεντρική αρχή. Πιο συγκεκριμένα, η συνέπεια:
- Βοηθά στο χτίσιμο της εμπιστοσύνης μεταξύ παιδιού – γονέα, καθώς τα παιδιά εμπιστεύονται ότι οι γονείς θα φερθούν με προβλέψιμο τρόπο, γεγονός που είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια που αισθάνονται.
- Ενισχύει το αίσθημα της αυτοπειθαρχίας, καθώς τα παιδιά “εσωτερικεύουν” τη φωνή του γονέα, που έχει ξεκάθαρες προσδοκίες και σταδιακά μαθαίνουν να κάνουν επιλογές που ευθυγραμμίζονται με τις προσδοκίες αυτές.
- Ενδυναμώνει τις δεξιότητες λήψης αποφάσεων και την αυτονομία, καθώς τα παιδιά μαθαίνουν να αναγνωρίζουν τη σχέση αιτίου – αποτελέσματος (εννοώντας τη σχέση πράξης που ξεπερνά τα όρια – συνεπειών), μαθαίνουν να προβλέπουν τα αποτελέσματα που έχουν οι πράξεις τους, και σταδιακά εκπαιδεύονται στην ορθή λήψη αποφάσεων.