Είναι πολύ λογικό να μας επηρεάζουν διαφορετικά κάποιες καταστάσεις, και ως εκ τούτου να μην μπορούμε να διαχειριστούμε τόσο εύκολα τα συναισθήματα μας και τις αντιδράσεις μας ορισμένες φορές. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και όταν είμαστε ζευγάρι και γονείς. Ειδικότερα, οι γονείς κάποιες φορές δυσκολεύονται να τηρήσουν κοινή γραμμή απέναντι στο παιδί, π.χ. για τον έναν μπορεί να είναι πιο εύκολο να διατηρήσει τα όρια, ενώ ο άλλος να δυσκολεύεται. Αντίστοιχα, μπορεί να έχουν διαφορετική αντίληψη για την εκάστοτε κατάσταση και συμπεριφορά του παιδιού τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται χάσμα μεταξύ των γονέων, γεγονός που προκαλεί παράλληλα μία σύγχυση στο παιδί σε σχέση με το ποια είναι τα όρια, την επικοινωνία, τους κανόνες, ή την έκφραση συναισθημάτων. Παράλληλα, μπορεί να δημιουργήσει μία διάσπαση (splitting), όπου το παιδί μπορεί να προσκολληθεί στον έναν γονέα και να αποσυνδεθεί από τον άλλο. Συνεπώς, είναι σημαντικό να συζητάμε μεταξύ μας ως γονείς εκ των προτέρων, προκειμένου να υπάρχει μία κοινή γραμμή απέναντι στο παιδί. Ειδικότερα, ακόμα κι αν δεν υπάρχει απόλυτη και πλήρης ταύτιση μεταξύ μας, το οποίο είναι και αναμενόμενο καθώς είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι, μπορούμε να προσπαθήσουμε να έχουμε κοινές αντιδράσεις και να διατηρούμε κοινή γραμμή απέναντι στο παιδί. Στη μεταξύ μας συζήτηση και ως ενήλικες, μπορούμε να δώσουμε περισσότερο χώρο να αναλύσουμε τις δυσκολίες μας, τα συναισθήματα που μας διακινούνται, όπως επίσης και να συμφωνήσουμε σε ένα κοινό πλάνο δράσης σε ορισμένες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις έντονης διαφωνίας ή κρίσης. Σε περίπτωση που δυο γονείς δυσκολεύονται να βρούνε μια κοινή γραμμή σε σημαντικά θέματα που αφορούν το παιδί, μια διαδικασία συμβουλευτικής με έναν ειδικό μπορεί να είναι πολύ βοηθητική και χρήσιμη τόσο για τους ίδιους, όσο και για το παιδί.