Ως εκπαιδευτικοί ερχόμαστε σε καθημερινή επαφή με τα παιδιά και τους εφήβους, και ως εκ τούτου, είναι πιθανό να παρατηρήσουμε σημάδια που υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας διαταραχής πρόσληψης τροφής. Στην περίπτωση αυτή, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να προσεγγίσουμε και να συνεργαστούμε με το οικογενειακό περιβάλλον του εφήβου/παιδιού, με ευαισθησία.
Εάν έχουμε ήδη αναπτύξει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον/την έφηβο/η, μπορούμε να συζητήσουμε απευθείας μαζί τους, προσεγγίζοντάς τους με ήρεμο και μη επικριτικό τρόπο, διασφαλίζοντας την ιδιωτικότητα που απαιτείται για μια τέτοιου είδους συζήτηση. Χρησιμοποιούμε φράσεις που δείχνουν την ανησυχία αλλά και την υποστήριξή μας και αποφεύγουμε να ονοματίζουμε τις συμπεριφορές που παρατηρούμε ως διατροφικές διαταραχές. Έχουμε στο μυαλό μας ότι μια τέτοια συζήτηση μπορεί να προκαλέσει αμηχανία στους εφήβους. Μπορούμε να τους προετοιμάσουμε και να τους ενημερώσουμε από πριν ότι θα θέλαμε να συζητήσουμε μαζί τους για κάτι σημαντικό που αφορά την υγεία τους, ορίζοντας μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και μέρος για τη συζήτηση αυτή. Επιπλέον, δεν απογοητευόμαστε εάν ο/η έφηβος/η δεν μοιραστεί απευθείας μαζί μας τυχόν δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει, αλλά τονίζουμε ότι θα προσφέρουμε τον χρόνο και την προσοχή μας, εάν και όποτε επιθυμούν να συζητήσουν σχετικά με αυτό μαζί μας.
Πριν επικοινωνήσουμε την ανησυχία μας στους γονείς, είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε τη συμπεριφορά του εφήβου, προκειμένου να αισθανόμαστε σίγουροι για όσα θέλουμε να μοιραστούμε. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης με τους γονείς, προσπαθούμε να τους προσεγγίσουμε με ενσυναίσθηση και με τρόπο μη συγκρουσιακό. Επικεντρωνόμαστε στο να εκφράσουμε την ανησυχία μας για την ευημερία του παιδιού, αποφεύγοντας να κάνουμε υποθέσεις και προσφέροντας πραγματικά παραδείγματα, τα οποία μπορούν να διευκολύνουν τους γονείς να διαμορφώσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα των ανησυχητικών συμπεριφορών του εφήβου. Παρότι, μπορεί οι συμπεριφορές για τις οποίες θέλουμε να συζητήσουμε με τους γονείς να μας ανησυχούν ιδιαιτέρως, προσέχουμε τη χρήση της γλώσσας και αποφεύγουμε να χαρακτηρίσουμε αμέσως τη συμπεριφορά ως διατροφική διαταραχή. Περιγράφουμε τις συγκεκριμένες συμπεριφορές που παρατηρούμε, όπως η απροθυμία του εφήβου να φάει, μια αξιοσημείωτη αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες ή η αποφυγή του φαγητού με άλλους. Αποφεύγουμε να κάνουμε εμείς διαγνώσεις και, αντίθετα, ενθαρρύνουμε την οικογένεια να αναζητήσει επαγγελματική βοήθεια αν πιστεύει ότι το πρόβλημα μπορεί να είναι σοβαρό.
Είναι ωφέλιμο να ενημερώσουμε την οικογένεια ότι παραμένουμε δίπλα τους, καθώς η ευημερία του εφήβου αποτελεί πάντοτε προτεραιότητα. Προσπαθούμε να διατηρούμε μια ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας για να διασφαλίζουμε ότι το παιδί συνεχίζει να λαμβάνει υποστήριξη τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο. Τέλος, εφόσον είναι εφικτό, καθώς η αντιμετώπιση διαταραχών πρόσληψης τροφής αποτελεί μια ιδιαίτερα απαιτητική “μάχη” που πρέπει να δώσει όλη η οικογένεια, γινόμαστε σύμμαχοι και συνεισφέρουμε πρακτικά, με προτάσεις και παραπομπές σε σχολικούς συμβούλους ή επαγγελματίες ψυχικής υγείας που ειδικεύονται στις διαταραχές πρόσληψης τροφής, εφόσον κρίνουμε ότι μπορεί να είναι χρήσιμο για την οικογένεια και το παιδί.