Ο τρόπος που ανακοινώνουμε έναν θάνατο στα παιδιά επηρεάζεται από το εξελικτικό στάδιο του παιδιού. Όταν θέλουμε να ανακοινώσουμε μία απώλεια στο παιδί μας, χρειάζεται να έχουμε στο μυαλό μας το κατά πόσο τα παιδιά μας έχουν αντιληφθεί την καθολικότητα, τη μη αναστρεψιμότητα και την παύση των ζωτικών λειτουργιών. Αυτό διαφέρει ανάλογα με την ηλικία. Κατά τη βρεφική και πρώιμη νηπιακή ηλικία (0-3 ετών) δεν αντιλαμβάνονται την οριστικότητα και την μονιμότητα του θανάτου. Την παρομοιάζουν στο μυαλό τους με κάποιο ταξίδι ή με ύπνο. Κατά την προσχολική ηλικία (3-6 ετών) τα παιδιά αρχίζουν να αντιλαμβάνονται εν μέρει την έννοια του θανάτου, ωστόσο τον κατανοούν περισσότερο σαν αποχωρισμό (πιστεύουν ότι το άτομο που πέθανε μπορεί να επιστρέψει). Κατά τη σχολική ηλικία (6-12 ετών) αντιλαμβάνονται πλέον το θάνατο ως καθολικό και μη αναστρέψιμο γεγονός. Όταν θέλουμε να ανακοινώσουμε μία απώλεια, ενημερώνουμε αρχικά το παιδί για το τι θα συμβεί από εδώ και στο εξής δηλαδή λέμε τι θα αλλάξει και τι όχι. Είμαστε ειλικρινείς και δεν αποκρύπτουμε το γεγονός. Η απόκρυψη μπορεί να επιτρέψει στα παιδιά να κάνουν τις δικές τους ερμηνείες, που μπορεί να είναι πιο τρομακτικές από την πραγματικότητα. Ενημερώνουμε άμεσα τα παιδιά μετά το γεγονός. Χρησιμοποιούμε απλές και συγκεκριμένες λέξεις τις οποίες μπορεί να κατανοήσει το παιδί, π.χ., για τα μικρότερα παιδιά μπορούμε να παρομοιάσουμε την απώλεια με αυτό που συμβαίνει όταν ένα λουλούδι μαραίνεται και πεθαίνει. Για τα μεγαλύτερα παιδιά, ενημερώνουμε άμεσα για τις πραγματικές συνθήκες θανάτου, χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Φράσεις όπως έφυγε ή κοιμήθηκε μπορεί να επιφέρουν σύγχυση στο παιδί, ωστόσο αν εμείς ως γονείς θεωρούμε ότι μπορεί να λειτουργήσουν καλύτερα για το δικό μας παιδί ή και για εμάς προσωπικά, ώστε να διαχειριστούμε το βάρος που κουβαλάμε κι εμείς οι ίδιοι εκείνη τη στιγμή, μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε αρχικά και συμπληρωματικά στα παραπάνω. Τέλος, πολύ βοηθητικό θα μπορούσε να είναι να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να διατηρήσουν  μια συνεχή σύνδεση με το αγαπημένο πρόσωπο που έχει πεθάνει – μέσω αναμνήσεων, τελετουργιών και άλλων συμβολικών ενεργειών. Έχει φανεί ότι, με αυτούς τους τρόπους τα άτομα μπορούν να βρουν κουράγιο και νόημα στη διατήρηση μιας σχέσης με το πρόσωπο που έχει φύγει από τη ζωή.