Η θέσπιση ορίων αποτελεί μια πολύτιμη διαδικασία για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών, δεν λείπουν, ωστόσο, οι πολλαπλές προκλήσεις. Ως γονείς και εκπαιδευτικοί πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας ότι η ηλικία των παιδιών και το στάδιο ανάπτυξης στο οποίο βρίσκονται, καθορίζουν και τα εκάστοτε όρια που θέτουμε.
Για παράδειγμα, κατά το πρώτο έτος της ζωής του παιδιού, το βρέφος εξαρτάται αποκλειστικά από τους φροντιστές του και συνήθως τον ρόλο του βασικού φροντιστή αναλαμβάνει η μητέρα. Κατά την περίοδο αυτή, ο φροντιστής στοχεύει στην κάλυψη των αναγκών και στην προσέγγιση του βρέφους με αγάπη και ζεστασιά, καθώς είναι η περίοδος που το ίδιο πρωτογνωρίζει τον κόσμο και διαμορφώνει μια σχέση εμπιστοσύνης και ασφάλειας με τα βασικά άτομα φροντίδας. Συνεπώς, η φάση αυτή δεν αποτελεί κατάλληλη περίοδο καθορισμού ορίων για τους γονείς.
Έπειτα, κατά το δεύτερο έτος της ζωής, που το παιδί σταδιακά εντάσσεται στη νηπιακή ηλικία, ξεκινά να ανακαλύπτει τον κόσμο γύρω του αλλά και να αποζητά μια πρώιμη μορφή αυτονομίας. Έτσι, τα παιδιά στην ηλικία αυτή μαθαίνουν να κάνουν επιλογές σχετικά με το φαγητό που προτιμούν, με τα παιχνίδια που τους αρέσει περισσότερο να παίζουν αλλά και με τη χρήση της τουαλέτας, αναπτύσσοντας σταδιακά τις δεξιότητες αυτονόμησης και ανεξαρτησίας. Το δεύτερο έτος ζωής, λοιπόν, συνήθως είναι η στιγμή που οι γονείς κάνουν τα πρώτα βήματα για τη θέσπιση ορίων ως προς τη συμπεριφορά των παιδιών. Για την χρονική αυτή περίοδο είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι όσο πιο μικρό ηλικιακά είναι ένα παιδί, τόσο πιο ξεκάθαρα, σύντομα και λιτά πρέπει να γίνει η διαδικασία της οριοθέτησης.
Για τα παιδιά μεγαλύτερα των 2 ετών, και καθώς τα ίδια αποκτούν σταδιακά όλο και μεγαλύτερη ανάγκη αυτονόμησης και εντάσσονται σε επιπλέον κοινωνικά πλαίσια, πέραν της οικογένειας, τόσο πιο σύνθετη γίνεται η διαδικασία της θέσπισης ορίων, και πλέον περιλαμβάνει τον διάλογο με το παιδί αλλά και τις εξηγήσεις για τα όρια και τις συνέπειες της συμπεριφοράς του. Η πολυπλοκότητα στη θέσπιση ορίων κλιμακώνεται για πολλές οικογένειες κατά την εφηβεία, όπου η ανάγκη για αυτονόμηση και ανεξαρτητοποίηση είναι μεγάλη και η διαδικασία αυτή φέρνει πολλές συγκρούσεις.
Αναφορικά με τη χρησιμότητα των ορίων σε οποιαδήποτε ηλικία και κυρίως για τα παιδιά και τους εφήβους, μπορούμε να αναφέρουμε ότι τα όρια προσφέρουν:
- Ασφάλεια: Τα όρια κρατούν τα παιδιά ασφαλή και τα προστατεύουν, μιας και γνωρίζουν τι είναι ασφαλές να κάνουν και τι όχι, αλλά και ότι μπορούν να λάβουν περαιτέρω καθοδήγηση και υποστήριξη από τους γονείς, εφόσον το χρειαστούν.
- Προβλεψιμότητα: Η θέσπιση και η διατήρηση των ορίων προσφέρει ένα δομημένο περιβάλλον όπου τα παιδιά αισθάνονται ασφάλεια και αυτοπεποίθηση για να εξερευνήσουν και να μάθουν.
- Κοινωνικοποίηση: Η θέσπιση ορίων διδάσκει στα παιδιά με ποιον τρόπο μπορούν να αλληλεπιδρούν με κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους, προωθώντας την κοινωνικοποίησή τους.
- Αυτονομία & Ανεξαρτησία: Κατανοώντας τι αναμένεται από τα παιδιά και ποιοι είναι οι κανόνες συμπεριφοράς, τα παιδιά μπορούν με αυτοπεποίθηση να κάνουν επιλογές εντός των ορίων, γεγονός που ενισχύει το αίσθημα αυτονομίας αλλά και τη σταδιακά αυξανόμενη ανεξαρτησία.
- Διαχείριση συναισθημάτων & συμπεριφοράς: Μέσα από τα όρια τα παιδιά μπορούν να αντιληφθούν σταδιακά τα συναισθήματά τους. Παράλληλα, όταν τα παιδιά μαθαίνουν από νωρίς να αντιλαμβάνονται και να σέβονται όρια, μπορούν να προσαρμοστούν καλύτερα στα όρια που θα προκύψουν καθώς μεγαλώνουν.
- Σεβασμός στους άλλους: Τα όρια διδάσκουν στα παιδιά ότι οι πράξεις τους μπορούν να έχουν επίδραση σε άλλους ανθρώπους, ενισχύοντας, έτσι, την ενσυναίσθηση και τον σεβασμό προς τρίτους.
- Ενίσχυση της σχέσης γονέα – παιδιού: Όταν τα όρια τίθενται και διατηρούνται με συνέπεια, ενισχύεται ο δεσμός μεταξύ γονέα και παιδιού, καθώς το παιδί γνωρίζει τι να περιμένει από τον φροντιστή του.
Όταν προσπαθούμε να θέσουμε αλλά και να διατηρήσουμε σαφή και ρεαλιστικά όρια είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου τα εξής:
- Θέτουμε προτεραιότητες και προσπαθούμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στις συμπεριφορές που θέλουμε να οριοθετήσουμε πρώτα.
- Έχουμε ρεαλιστικές προσδοκίες και προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι είναι αναπτυξιακά κατάλληλο για το παιδί.
- Εξηγούμε τους λόγους και τον σκοπό πίσω από τους κανόνες, ακόμα και αν τα παιδιά είναι πολύ μικρά. Όταν τα παιδιά είναι μεγαλύτερα μπορούμε να ζητήσουμε να συμμετέχουν στη διαδικασία διαμόρφωσης των ορίων.
- Χρησιμοποιούμε θετική γλώσσα για να δηλώσουμε τόσο τα όρια όσο και τις συνέπειες που πρόκειται να εφαρμοσθούν στην περίπτωση που τα παιδιά δεν τα ακολουθήσουν – αντί για “Μην τρέχεις!” μπορούμε να πούμε “Σε παρακαλώ, περπάτα λίγο πιο αργά”
- Παραμένουμε συνεπείς, εφαρμόζουμε τα όρια και τις συνέπειες των ορίων, ώστε τα παιδιά να γνωρίζουν τι να περιμένουν. Ωστόσο, δεν είμαστε αδιάλλακτοι, και επιτρέπουμε την προσαρμογή των ορίων μετά από συζήτηση.
Προκειμένου να ενθαρρύνουμε τις θετικές συμπεριφορές έναντι των αρνητικών από τα παιδιά στοχεύουμε στο να:
- Επαινούμε τα παιδιά όταν συμπεριφέρονται εντός των ορίων που έχουμε θεσπίσει, με τρόπους που έχουν νόημα για το παιδί με βάση την ηλικία του (π.χ. αγκαλιά, όμορφα λόγια, κ.ο.κ.)
- Παρέχουμε ένα περιβάλλον όπου το παιδί έχει τις ευκαιρίες να επιτύχει στη διατήρηση των ορίων
- Αφιερώνουμε ποιοτικό χρόνο ώστε τα παιδιά να έχουν την ευκαιρία να εξερευνούν με ασφάλεια τα όρια και να ζητούν καθοδήγηση και επεξηγήσεις, εφόσον χρειαστούν
- Αποσπούμε ή ανακατευθύνουμε την προσοχή εάν τα παιδιά υπερβαίνουν τα όρια, καθοδηγώντας τα σε μια πιο κατάλληλη δραστηριότητα, ιδιαίτερα όταν είναι μικρότερα
- Συζητάμε γύρω από τα όρια αλλά και τα συναισθήματα των παιδιών, όταν αυτά υπερβαίνουν τα όρια, αντί να προσφύγουμε σε τιμωρία
- Προσφέρουμε επιλογές, προκειμένου να ενισχύσουμε το αίσθημα της αυτονομίας και της ευθύνης που έχουν τα παιδιά, παραμένοντας εντός των ορίων που έχουμε θέσει αλλά και για την αποκλιμάκωση πιθανής έντασης.
Τα όρια που τίθενται στα παιδιά και τους εφήβους παραμένουν μεταβλητά ανάλογα με την ηλικία τους αλλά και τις ανάγκες τους. Η οριοθέτηση στους εφήβους πολλές φορές μπορεί να αποδεικνύεται μια απαιτητική διαδικασία, ιδιαίτερα αν δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια οριοθέτησης στο παρελθόν. Στις περιπτώσεις αυτές θα μπορούσαμε να ζητήσουμε τη βοήθεια ειδικού ώστε να μας κατευθύνει κατά τη διαδικασία οριοθέτησης. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να κατανοούμε ότι:
- Οι έφηβοι έχουν ανάγκη για σταδιακή αύξηση των επιπέδων ανεξαρτησίας και ιδιωτικότητάς τους, και άρα είναι σημαντικό να προσαρμόζουμε τα όρια σύμφωνα με την ηλικίας τους, διατηρώντας ξεκάθαρες προσδοκίες.
- Το ειλικρινές μας ενδιαφέρον στις σκέψεις και τα συναισθήματά τους είναι απαραίτητο προκειμένου να μπορέσουμε να αφουγκραστούμε τις ανάγκες τους και να συνδιαμορφώσουμε τα όρια, καθώς όταν τα ίδια τα παιδιά συμμετέχουν στη διαδικασία θέσπισης των ορίων, είναι πιο πιθανό να τα ακολουθήσουν.
- Ο αναστοχασμός των εφήβων αποτελεί σημαντική διαδικασία προκειμένου να εντοπίσουν τις δικές τους ανάγκες και προσωπικά όρια, ώστε τα όρια που θα συνδιαμορφώσουμε να ανταποκρίνονται επακριβώς σε αυτές.
- Προσπαθούμε να αποτελούμε, όσο είναι εφικτό, οι ίδιοι υγιή πρότυπα για τους εφήβους, μιας και η μίμηση από μικρή ηλικία αποτελεί σπουδαία πηγή μάθησης. Είναι, επίσης, σημαντικό να εμπλέξουμε άτομα του στενού μας περιβάλλοντος που μπορούν και εκείνοι να αποτελέσουν πρότυπα για συγκεκριμένες συμπεριφορές.
- Τέλος, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η εφηβεία είναι μια απαιτητική περίοδος για τα ίδια τα παιδιά και χαρακτηρίζεται από πολλαπλές αλλαγές στις οποίες οι έφηβοι προσπαθούν να προσαρμοστούν. Συνεπώς, οφείλουμε να τα προσεγγίζουμε με ενσυναίσθηση, κατανόηση και υπομονή, προκειμένου να τα βοηθήσουμε να πλοηγηθούν στην εξέταση, τη δοκιμασία και, εν τέλει, την εφαρμογή των ορίων.
Οι τεχνικές επικοινωνίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διαμόρφωση των ορίων με τους εφήβους μπορούν να διευκολύνουν σημαντικά τη διαδικασία αυτή. Κάποιες από αυτές τις τεχνικές μπορεί να είναι οι εξής:
- Διατήρηση ήρεμου τόνου φωνής και ήπιων κινήσεων σώματος
- Διατήρηση βλεμματικής επαφής, για να εμπνεύσουμε σιγουριά και αυτοπεποίθηση σχετικά με όσα συζητούνται
- Εστίαση σε μια πληροφορία κάθε φορά για να δώσουμε σε κάθε επιθυμητή συμπεριφορά τη σημασία που της αρμόζει
- Αποφυγή χρήσης απειλών στον λόγο μας
- Αποφυγή δημιουργίας ενοχών στους εφήβους
- Αποφυγή χρήσης ταμπέλων με αρνητικό πρόσημο για τον έφηβο
- Εστίαση στην επιθυμητή συμπεριφορά και όχι σε αυτήν που θέλουμε να αποφύγει ο έφηβος
- Χρήση φράσεων κατάφασης και όχι ερωτήσεις σχετικά με τη διατήρηση ορίων.
Η διαχείριση του θυμού στα παιδιά και η ενθάρρυνσή τους να εκφράζουν με θετικό τρόπο τα συναισθήματά τους αποτελούν κρίσιμες πτυχές της συναισθηματικής τους ανάπτυξης. Ο θυμός μπορεί να είναι ένα σύνηθες συναίσθημα όταν τίθενται όρια για τη συμπεριφορά τους από το οικογενειακό περιβάλλον. Όταν ένα παιδί βιώνει έντονα αισθήματα θυμού, τότε είναι σημαντικό να:
- Παραμένουμε ήρεμοι. Τα παιδιά συχνά αντικατοπτρίζουν τις συναισθηματικές αντιδράσεις των γύρω τους, και έτσι μπορούμε να βοηθήσουμε το παιδί να ηρεμήσει.
- Αναγνωρίζουμε τα συναισθήματά του, αλλά χωρίς να ενδώσουμε. Μπορούμε να πούμε “Καταλαβαίνω ότι είσαι πολύ αναστατωμένος τώρα”.
- Δεν προσπαθούμε να κάνουμε διάλογο, δίνοντας χρόνο στο παιδί να ηρεμήσει αλλά και σε εμάς να ανασυνταχθούμε και να σκεφτούμε με ψυχραιμία πώς θέλουμε να διαχειριστούμε την κατάσταση.
Προκειμένου να ενθαρρύνουμε τη θετική έκφραση των συναισθημάτων του παιδιού, και έπειτα από κάποια ενδεχόμενη έκρηξη θυμού:
- Αναγνωρίζουμε και κατανοούμε το «δύσκολο» συναίσθημα του παιδιού, επισημαίνοντας τα ακριβή συναισθήματα που πιστεύουμε ότι βιώνει (απογοήτευση, θυμός, κτλ), καθώς είναι το πρώτο βήμα για τη διαχείρισή τους.
- Δείχνουμε ενσυναίσθηση στο παιδί και στο αρνητικό συναίσθημα που βιώνει, παρότι μπορεί να μην συμφωνούμε με τη συμπεριφορά του, προκειμένου να αισθανθεί ασφαλές αλλά και ότι γίνεται κατανοητό.
- Υπενθυμίζουμε γιατί είναι σημαντικό να διατηρηθούν τα όρια και που εξυπηρετούν. Ιδιαίτερα για τα μικρότερα παιδιά, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητή η σύνδεση της σημασίας των ορίων, των πράξεών τους και των συνεπειών της συμπεριφοράς τους.
- Επιβραβεύουμε για κάθε προσπάθεια που κάνουν τα παιδιά να εκφράσουν τα συναισθήματά τους με πιο εποικοδομητικό τρόπο και ενθαρρύνουμε να μιλούν για αυτά πριν φτάσουν σε σημείο που δεν μπορούν να τα διαχειριστούν.
Η συνέπεια στην θέσπιση των ορίων αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη τακτική προκειμένου να διατηρηθούν τα όρια. Αρχικώς, όταν τα παιδιά γνωρίζουν τι να περιμένουν όσον αφορά στις συνέπειες των πράξεών τους, αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια. Η συνέπεια διδάσκει στα παιδιά ότι τα όρια πρέπει να γίνονται σεβαστά. Ενισχύει την αντίληψη ότι οι κανόνες δεν είναι αυθαίρετοι αλλά θεσπίζονται για την ασφάλεια, την ευημερία τους και για την ομαλή λειτουργία της οικογένειας, του σχολείου, ή της κοινωνίας. Παράλληλα, η προβλεψιμότητα τα βοηθά να κατανοήσουν τη σχέση μεταξύ της συμπεριφοράς τους και των αποτελεσμάτων της, καθιστώντας το πιο πιθανό να ακολουθήσουν τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί. Από την άλλη, η ασυνέπεια στην επιβολή των ορίων αποδυναμώνει τη σύνδεση των πράξεων που παρεμβαίνουν τα όρια με τις συνέπειές τους, και έτσι, τα παιδιά δεν μπορούν να γνωρίζουν με σιγουριά ότι κάθε πράξη τους που είναι ασύμφωνη με τους κανόνες, έχει συνέπειες. Εάν ένα όριο επιβάλλεται σποραδικά, τα παιδιά μπορεί να αναμένουν ότι το όριο αυτό δεν θα επιβάλλεται πάντα, οδηγώντας σε περισσότερες περιπτώσεις παραβίασης των ορίων.
Γίνεται κατανοητό ότι η έννοια της συνέπειας για τη γονεϊκότητα αποτελεί κεντρική αρχή. Πιο συγκεκριμένα, η συνέπεια:
- Βοηθά στο χτίσιμο της εμπιστοσύνης μεταξύ παιδιού – γονέα, καθώς τα παιδιά εμπιστεύονται ότι οι γονείς θα φερθούν με προβλέψιμο τρόπο, γεγονός που είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια που αισθάνονται.
- Ενισχύει το αίσθημα της αυτοπειθαρχίας, καθώς τα παιδιά “εσωτερικεύουν” τη φωνή του γονέα, που έχει ξεκάθαρες προσδοκίες και σταδιακά μαθαίνουν να κάνουν επιλογές που ευθυγραμμίζονται με τις προσδοκίες αυτές.
- Ενδυναμώνει τις δεξιότητες λήψης αποφάσεων και την αυτονομία, καθώς τα παιδιά μαθαίνουν να αναγνωρίζουν τη σχέση αιτίου – αποτελέσματος (εννοώντας τη σχέση πράξης που ξεπερνά τα όρια – συνεπειών), μαθαίνουν να προβλέπουν τα αποτελέσματα που έχουν οι πράξεις τους, και σταδιακά εκπαιδεύονται στην ορθή λήψη αποφάσεων.