Η απροθυμία ενός παιδιού να περάσει χρόνο με τον έναν γονέα μετά από το διαζύγιο μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους. Ο συναισθηματικός αντίκτυπος του ίδιου του διαζυγίου μπορεί να κάνει το χρόνο που περνά με έναν γονέα συναισθηματικά δύσκολο για το παιδί. Μπορεί εάν υπάρχει ένταση μεταξύ των γονέων, το παιδί να αισθάνεται διχασμένο. Η προσαρμογή σε νέες ρουτίνες ή ρυθμίσεις διαβίωσης μπορεί επίσης να συμβάλει στο δισταγμό του παιδιού, καθώς τα άγνωστα περιβάλλοντα μπορεί να προκαλούν ανησυχία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αρνητική επιρροή από τον έναν γονέα μπορεί, επίσης, να συμβάλει στην απροθυμία του παιδιού.

Η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης περιλαμβάνει την προώθηση ανοικτού διαλόγου με το παιδί, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία και το επίπεδο κατανόησής του. Η δημιουργία ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος όπου το παιδί αισθάνεται άνετα να εκφράσει τα συναισθήματα και τις ανησυχίες του χωρίς πίεση είναι απαραίτητη.

Η διατήρηση ανοιχτής επικοινωνίας με τον πρώην σύντροφο μπορεί να είναι επωφελής εφόσον υποστηρίζει μια υγιή σχέση. Η συνεργατική συζήτηση των σκέψεων και των ανησυχιών του παιδιού μπορεί να προσφέρει ιδέες και στρατηγικές για την αντιμετώπιση της απροθυμίας του. Η πλοήγηση σε αυτές τις πολύπλοκες δυναμικές μετά από ένα διαζύγιο απαιτεί υπομονή, ενσυναίσθηση και σταθερή δέσμευση για την ευημερία του παιδιού.